- ἀγαπητικοί
- ἀγαπητικόςaffectionatemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαπητικός — ο θηλ. ιά και ή 1. αυτός που αγαπά, ο εραστής: Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας. 2. ο εκμεταλλευτής των κοινών γυναικών: Ζούσε κάνοντας τον αγαπητικό. 3. φίλος: Το μάθανε τρεις φίλοι του, τρεις αγαπητικοί του (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)